27 Φεβ 2009

Αυτονόητο η ζητούμενο?

Diagonal of personal ecstasy        Ben Schumacher (2009) 
http://the-steelers-blog.blogspot.com/

Ψάχνοντας στο Internet, έπεσα τυχαία, πάνω σε αυτήν την εικόνα. Η πρώτη μου αντίδραση, ήταν θετική. Έψαξα τον καλλιτέχνη και περιεργάσθηκα τη δουλειά του. Ήμουν έτοιμος να κάνω κλικ σε άλλο παράθυρο, ενώ την ίδια στιγμή εκκολάπτονταν μια σκέψη μέσα μου. Τι με τράβηξε και στη συνέχεια, τι με έσπρωξε να αποσυρθώ, με κάποιο μορφασμό που εννοούσε : καλά τώρα... Μια δεύτερη σκέψη με έκανε να κρατήσω την εικόνα. Γιατί άραγε?

Ας πάρω τα πράγματα από την αρχή. Προβληματίζομαι με την εννοιολογική (conceptual art ) τέχνη εδώ και καιρό. Δεν μπορώ να αποφασίσω εάν είναι μια τάση της τέχνης η μια στάση των τεχνοκριτικών, που επιτέλους τους προϋποθέτει, και εξ αυτού την προοθούν. Τι εννοώ? Χμμ δύσκολα να το αναλύσω αλλά αξίζει μια προσπάθεια.

Η τηλεόραση ως μέσον μαζικής επικοινωνίας συμπαρασύρει μια σειρά από τέχνες, οι οποίες λόγω αυτής, προσαρμόζουν τους στόχους τους, έτσι ώστε, να εξυπηρετούν αυτό καθαυτό το μέσο. Το ίδιο, αλλά με βασικές διαφοροποιήσεις, που θα αναφερθώ πιο κάτω, συμβαίνει και στο ίντερνετ. Μέχρι εδώ δεν βρίσκω τίποτα καινούργιο, η μάλλον συμβαίνει, ότι συνέβαινε, απέναντι σε κάθε νέο επίτευγμα της τεχνολογίας, προς το οποίο η τέχνη αντιδρούσε προσαρμοζόμενη στις νέες συνθήκες, για να βρει το δρόμο της προς τον θεατή-ακροατή και να αποκαταστήσει την σχέση τους που τους είναι τόσο ζωτική. Οι δύο όμως μορφές επικοινωνίας που προανέφερα, δεν είναι απλά δύο τεχνολογικά επιτεύγματα, αλλά στην ουσία αποδομούν ότι ξέραμε με αυτήν. Η τηλεόραση φέρνει στο σαλόνι μας (η κατασκευάζει μια εικόνα για) ότι, οι πολύ ψαγμένοι και βρισκόμενοι σε κατάλληλες θέσεις ήταν σε θέση να προσεγγίσουν, σε χρόνο και ποσότητα που κανείς στο παρελθόν δεν μπορούσε να διανοηθεί. Το ίντερνετ διασυνδέει διαδραστικά ένα πλήθος ατόμων, που θα ήταν και ακόμα συνεχίζει να είναι, αδιανόητο να συναντηθούν σε όλη τους τη ζωή. Αυτή καθαυτή η συνθήκη εγείρει ένα δισταγμό ως προς το τι είναι, αυτό που μέχρι τώρα ξέραμε πως είναι. Διαρρηγνύοντας τους παλαιούς κώδικες επικοινωνίας, πολλοί από μας δυσκολευόμαστε να καθορίσουμε το μέχρι χτες αυτονόητο.

Βλέποντας λοιπόν την πιο πάνω εικόνα αισθάνθηκα να αντιπαλεύουν μέσα μου το αυτονόητο με το επανανοήσιμο. Είναι γνωστό ότι η ψηφιακή εποχή αναβιβάζει τα εικονικά βιώματα σαν πραγματώσεις της καθημερινότητάς μας, αλλά πόσο αυτό συμμετέχει η μάλλον πόσο αλλοιώνει την αντίληψή μας περί της έννοιας της «πραγματικής» πραγματικότητας?

Τα όνειρα με το φωτισμό του Φρόιντ είχαν πυροδοτήσει το σουρεαλισμό, που και αυτός με την σειρά του μας φώτισε μια άλλη πραγματικότητα που τα συμπεριλάμβανε. Αυτή η Σουρεαλιστική θεώρηση δεν ήταν για την εποχή της αυτονόητη. Ακόμα και σήμερα χαρακτηρίζουμε το παράλογο, που όμως παίρνει μορφή, σουρεαλιστικό, ενώ αποδεχόμαστε τη γλώσσα των ονείρων, σαν κάτι που έχει νόημα (αλληγορικό, αλλά πάντως νόημα, επιπροσθέτως δε ούτε και άγνωστο αφού όλα σχεδόν τα θρησκευτικά κείμενα ήταν αλληγορικά), δηλώνει δηλ. λογικούς συσχετισμούς που απλά πρέπει να ξέρουμε τους κώδικές τους για να τους κατανοήσομε. Φυσικά η ψυχολογία δεν είναι τεχνολογικό επίτευγμα αλλά επιστημονικός κλάδος που άλλαξε την θεώρησή μας για την πραγματικότητα. Τότε όπως και τώρα ξαναδιαπραγματεύτηκαν τα αυτονόητα.

Εικόνες μιας άλλης εποχής (από το οικογενειακό άλμπουμ στις αρχές του εικοστού αιώνα) που με είχαν προβληματίσει, χωρίς να έχω καταλήξει κάπου, τώρα νομίζω ότι εικονογραφούν την αποδόμηση της αντίληψης μας για την πραγματικότητα. Τις παραθέτω.

Σήμερα που η φωτογραφία κυριαρχεί κανείς δεν βγάζει τέτοιες φωτογραφίες και σίγουρα δεν της τοποθετεί σε άλμπουμ. Τι άλλαξε από τότε? Ο θάνατος σίγουρα όχι. Η αντίληψη όμως γι’ αυτόν ναι. Πως πρέπει σήμερα να τον διαπραγματευτεί η τέχνη? Μια ιδέα ίσως μας δίνει ο καρχαρίας του Ντέιμιεν Χερστ, που ο δημιουργός του, είχε ονομάσει «Η φυσική αδυναμία του θανάτου στο μυαλό κάθε ζωντανού οργανισμού»(1992).

Υποτίθεται ότι περνώντας μέσα από αυτό το διχοτομημένο (με τη δυνατότητα που προσφέρει η σύγχρονη τεχνολογία) κύτος αντιμετωπίζεις το θάνατο σε πραγματικές διαστάσεις και αυτό σε αλλάζει η κάπως έτσι. Σε αυτό το έργο ο δημιουργός του διαπραγματεύεται δύο θέματα: το θάνατο και την πρόκληση. Δεν ξέρω τι υπερισχύει πάντως ο Χερστ είναι πλέον διάσημος και ο θάνατος επιμένει να είναι απρόσιτος.

Στις «οικογενιακές» φωτογραφίες δεν είναι γνωστός ο δημιουργός (η οι δημιουργοί) τους αλλά χρησιμοποίηται η τεχνολογία για να... «απαθανατίσει» ένα καταληκτικό γεγονός προκειμένου να? Μου φαντάζουν απρόσιτα τα κίνητρα. Σε απόσταση μερικών δεκαετιών δεν μπορώ να κατανοήσω τι έσπρωξε αυτούς τους ανθρώπους να "κρατήσουν" το τέλος.

Όπως και να έχουν τα πράγματα πιστεύω ότι η τεχνολογία αλλάζει τους τρόπους επικοινωνίας και έκφρασης, μαζί με εμάς τους ίδιους. Φυσικά οι κωδικοποιήσεις και ο σκληρός πυρήνας του κατανοείν, δεν αλλάζουν από τη μια στιγμή στην άλλη και εδώ υποτίθεται παίρνει την σκυτάλη η τέχνη για να μας εισαγάγει στην νέα πραγματικότητα. Επειδή αυτή η νέα πραγματικότητα αλλάζει με εξωφρενικούς ρυθμούς, αυτοί που την κατανοούν, είναι όλο και μικρότερης ηλικίας, αφού την ενσωματώνουν αυθεντικά, μιας και μόνο αυτή γνωρίζουν. Πιστεύω ότι αυτού του είδους οι πρωτοπόροι θα χάνουν γρήγορα αυτή τους την ιδιότητα, αφού, θα αποκτούν και αυτοί άκαμπτες προλήψεις, ενσωματώνοντας τις κυρίαρχες αντιλήψεις, στην προσπάθεια τους να ενταχθούν στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Οι οργανωμένες τάσεις στην τέχνη δεν θα μπορέσουν να υπάρξουν ξανά, παρά μόνο μετά-οριοθετημένες και πως η τέχνη θα μας χαρίζετε από πολλούς "άγνωστους" καλλιτέχνες που μπορεί να μην συνειδητοποιούν ούτε οι ίδιοι την επίδρασή τους η λόγω του ότι τη συνειδητοποιούν θα παραμένουν στην ανωνυμία. Σαν παράδειγμα αναφέρω τον Banksy που τόσα χρόνια δημιουργεί παράνομα στους δρόμους και δεν αποκαλύπτεται, ακριβώς για τον ίδιο λόγο (αλλά για αυτόν θα γράψω σε άλλο ποστ, γιατί είναι ένα κεφάλαιο μόνος του).

Banksy's Cans Festival. Photograph: Jim Dyson/Getty Images

Δεν λέω ότι  αποκάλυψα κάτι που δεν συζητιέται σήμερα, αλλά δεν νομίζεται όμως πως η πραγματικότητα που βιώνουμε αντιπαλεύει την πραγματικότητα που κατανοούμε? Μήπως αυτό ευθύνεται όταν πολλές φορές δεν ξέρουμε τι θέλουμε? Καιρός να επανεξετάσουμε τα αυτονοητά μας και ίσως εκπλαγούμε από την απόσταση που τα χωρίζει από το να είναι αυτονόητα.

ΥΓ. Το παιχνίδι με τις διασημότητες δεν αφορά την τέχνη και οι τεχνοκριτικοί πάντα θα είναι αυτό που σπούδασαν: ιστορικοί της τέχνης άλλοτε καλοί και άλλοτε κακοί αλλά σίγουρα όχι κριτικοί (κρητικοί ίσως).

11 Φεβ 2009

Η μελαγχολία έχει χρώμα

Αλέξης Ακριθάκης             Το μεγάλο ταξίδι 1977
Αλέξης Ακριθάκης Άτιτλο    (μεγεθυμένο τσίκι τσίκι) 1972


Τα έργα του Α. Ακριθάκη έχουν τρελό χρώμα, στα όρια της έκρηξης. Παρόλα αυτά ο άνθρωπος πίσω από τον καλλιτέχνη ήταν άκρως καταθλιπτικός (πεθαίνει από αλκοολισμό (και όχι μόνο), που τον είχε οδηγήσει ο άρρωστος ψυχισμός του). Κάπου στις σημειώσεις του διαβάζουμε: «Το πιο κοντινό είναι ο θάνατος του σκύλου και μια αυτοκτονία που σημαίνει θάρρος για τη ζωή. Ένα καινούργιο έργο που κανείς δε το ξέρει».

Βλέποντας πάλι το έργο του, μου γεννιέται μια τρελή ιδέα: μήπως εξ αιτίας αυτού (του έργου δηλ.) βάθαινε η κατάθλιψή του? Πως? Μα για σκεφτείτε τον άνθρωπο σκυφτό μέσα στην βαθιά του θλίψη, να γεννά εικόνες χαράς, ερωτικές γεμάτες (τι ειρωνεία) ζωή.
Το παιδί μέσα του ζήτησε πολλές φορές τα όρια. Μάταια όμως, ούτε στις νεανικές του τρέλες ούτε και στις ώριμες κραυγές του, βρίσκετε κάποιος να τον συντρέξει. Όλοι τον εξωθούν στην «τελείωσή» του, που δεν είναι άλλη από την τέχνη. Ούτε κι αυτός μπορεί να την αποφύγει. Τα τελευταία χρόνια περισσότερο ζει όταν ζωγραφίζει παρά όταν αφήνει τα σύνεργά του. Και τότε όμως, δεν ζει τη ζωή του ζωγραφίζοντας, αλλά ζει μια ζωγραφική ζωή που πραγματώνεται πάνω στους καμβάδες του, έχοντας απέναντί της, τον άθρωπο Αλέξη να σπαράζει για μια στιγμή μαζί της, μέσα της.

Αυτές οι σκέψεις με κάνουν να μην μπορώ να αποχωρισθώ τον άνθρωπο κοιτώντας το έργο του. Το αχόρταγο βλέμμα μου χαϊδεύει τον κόσμο του, παίζει με την ιδέα της βαλίτσας του. Πάντα σκέφτομαι με τι να ήταν γεμάτη. Έτσι χωρίς όγκο που απεικονίζεται, μόνο για όνειρα την έχω ικανή να γεμίζει, με ασύνδετες σκέψεις με περιττές λεπτομέρειες. Ύστερα τα επαναλαμβανόμενα αυτιστικά «τσίκι τσίκι», μου αποκαλύπτουν την μοναξιά που τον πλημμύριζε. Ώρες ατέλειωτες που κατακλύζονταν από Ερινύες κι’ αυτός εκεί με το «τσίκι τσίκι» του, να τις παλεύει, να μην τον καταβροχθίσουν.

Πόσες φορές δε σκέφτηκα, τι φρικτό είναι να γνωρίζεις... (μία φίλη μου μικροβιολόγος έχει στερηθεί το φαϊ, γιατί γνωρίζει τι κινδύνους διατρέχει) και άλλες τόσες πάλι υποψιάζομαι, ότι, γι’ αυτό που μαθαίνουμε, υπάρχει πάντα ένας λόγος, καλά κρυμμένος που ζητά περισσότερη γνώση για να αποκαλυφθεί και πάλι ένας νέος λόγος κρύβεται κ.ο.κ.

Άλλες φορές αναρωτιέμαι ποια είναι η αλήθεια: αυτή των έργων η αυτή της ζωής του καλλιτέχνη? Τότε εμφιλοχωρεί μέσα μου μια ακόμα πιο τρελή ιδέα. Κι αν υπάρχουν πολλές αλήθειες που ανάλογα με τι καταπιανόμαστε, τις βιώνουμε σε ακραίο διαχωρισμό η σε καθολική σύγχυση? Φαντάζομαι έναν κόσμο γεμάτο από τις πολλαπλές αλήθειες των ανθρώπων που δεν ντρέπονται και κυρίως δεν φοβούνται να αποκαλύψουν. Φαντάζομαι τις δικές μου αλήθειες να συνομιλούν μεταξύ τους, δίχως να χρειαστεί να μπω στο Δαφνί γι’ αυτό, όπως ο Αλέξης.

Η μεταμοντέρνα κατάσταση, που παιδί της είναι ο Ακριθάκης διέρρηξε τα όρια ανάμεσα στο πραγματικό το φανταστικό και το ονειρικό. Η γνώση που μας ενστάλαξε πρώτος ο Φρόιντ για την ύπαρξη του ασυνείδητου που προσπαθεί να σπάσει τον πέπλο των απωθήσεων, φωτίζει το έργο του Ακριθάκη από άλλη οπτική γωνία. Το χρώμα είναι αποτέλεσμα φωτισμού και από αυτή την άποψη η μελαγχολία έχει χρώμα και μάλιστα εκρηκτικό.